- φαντασιακός
- -ή, -ό, Ν(ψυχολ.) αυτός που εξαρτάται από τη φαντασία ή που διεξάγεται και αναπτύσσεται στο επίπεδο τής φαντασίας («φαντασιακή δομή»).[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. fantasmatique].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.